μύδρος

μύδρος
ο
1) раскалённый металл; 2) кусок застывшей лавы; 3) воен, шрапнель, картечь; 4) перен. неистовство;

εκπέμπω μύδρους — неистовствовать;

εκτοξεύω ( — или εξαπολύω) μύδρους — выступить с яростными нападками


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μύδρος" в других словарях:

  • μύδρος — anvil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρος — ο (Α μύδρος) 1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου 2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείων νεοελλ. 1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων 2.… …   Dictionary of Greek

  • μύδρος — ο 1. βλήμα πυροβόλων παλιού τύπου. 2. κομμάτι μάγματος που βγαίνει σε έκρηξη ηφαιστείου: Από το ηφαίστειο πετάγονταν μύδροι. 3. μτφ., κατηγορία ή επιθετική κριτική: Εκτόξευσε μύδρους κατά των πολιτικών του αντιπάλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύδροι — μύδρος anvil masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδροις — μύδρος anvil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδροισιν — μύδρος anvil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρον — μύδρος anvil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρου — μύδρος anvil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρους — μύδρος anvil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρων — μύδρος anvil masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρῳ — μύδρος anvil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»